- ρεντζέλα
- η, Νη ροή υγρού όχι κρουνηδόν αλλά κατά σταγόνες.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. ιταλικής προέλευσης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρεντζελώ — άω, Ν [ρεντζέλα] 1. κάνω κάτι να τρέξει σταγόνα σταγόνα 2. ρέω στραγγιζόμενος, σταλάζω … Dictionary of Greek